- ενδοσκόπηση
- [-ις (-εως)], ενδοσκόπία η мед, эндоскопия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενδοσκόπηση — ενδοσκόπηση, η και ενδοσκοπία, η 1. η παρατήρηση του εσωτερικού ενός σώματος, ιδίως η εξέταση εσωτερικής κοιλότητας του σώματος, που γίνεται με άμεσο φωτισμό: Ενδοσκόπηση στομάχου. 2. (ψυχ.), η εξέταση των ψυχικών φαινομένων και λειτουργιών με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενδοσκόπηση — Η άμεση παρατήρηση του εσωτερικού ενός κοίλου οργάνου σε κάποιο ζωντανό οργανισμό ή κάποιου μέρους στο εσωτερικό ενός μηχανήματος, που είναι απρόσιτο στο ανθρώπινο μάτι. Η σύγχρονη μέθοδος άμεσης παρατήρησης και φωτογράφησης αντικειμένων που… … Dictionary of Greek
αυτοπαρατηρησία ή ενδοσκόπηση — Νοητική διαδικασία κατά την οποία ο άνθρωπος παρατηρεί τον ίδιο του τον εαυτό, τις σκέψεις, τις παραστάσεις και τα συναισθήματά του. Αυτή η πράξη, τόσο συχνή και τόσο φυσική στον άνθρωπο, ώστε να θεωρείται μοναδικό μέσο για την απευθείας… … Dictionary of Greek
ψυχολογία — Ο όρος χαρακτηρίζει, όπως δείχνει και η ετυμολογία του, την επιστήμη της ψυχής και από την άποψη αυτή αποτελεί μέρος της φιλοσοφίας. Από τα τέλη όμως του 19ου αι. πήρε δική της μορφή και αποτελεί ανεξάρτητη επιστήμη, της οποίας το περιεχόμενο… … Dictionary of Greek
Ιανσένιος — (Άκοβ 1585 – Λουβέν 1638). Εξελληνισμένο όνομα του Φλαμανδού θεολόγου Κορνέλις Γιάνσεν (Cornelis Jansen). Μαθητής των ιησουιτών, αρχικά έγινε καθηγητής στη Λουβέν και από το 1635 επίσκοπος της Ιπρ. Η φήμη του εξαπλώθηκε δύο χρόνια μετά τον θάνατό … Dictionary of Greek
ενδοσκόπια — η η ενδοσκόπηση … Dictionary of Greek
ενδοψία — η η ενδοσκόπηση … Dictionary of Greek
ευριπίδης — (Αθήνα 480; – Πέλλα 406 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Πολλές λεπτομέρειες για τη ζωή του (ότι ήταν γιος μανάβισσας, ότι είχε δύο άπιστες γυναίκες και ότι πέθανε κατασπαραγμένος από σκυλιά) φαίνεται να είναι είτε διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας είτε … Dictionary of Greek
καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· … Dictionary of Greek
κολίτιδα — Φλεγμονή που προσβάλλει το παχύ έντερο και κυρίως τον βλεννογόνο του. Ενδεικτικά αναφέρονται η παρασιτική ή μικροβιακή κ., η νόσος του Crohn, η ελκώδης κ., η κ. από χρήση αντιβιοτικών ευρέος φάσματος κλπ. Η κ. εκδηλώνεται με αιματηρές ή… … Dictionary of Greek
μπεχαβιορισμός — και μπηχαβιορισμός, ο (φιλοσ.) σχολή ψυχολογίας που κυριάρχησε κατά την περίοδο τού μεσοπολέμου, απορρίπτει την ενδοσκόπηση και χαρακτηρίζεται από αυστηρό ντετερμινισμό σε ό,τι αφορά τα ψυχικά φαινόμενα ο οποίος βασίζεται στην πεποίθηση ότι στην… … Dictionary of Greek